- Σαράπιδος
- ΣάραπιςOsiris-Apisfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης στεγάζεται από το 1962 σ’ ένα λιτό κτίριο στο κέντρο της πόλης (Μανόλη Ανδρόνικου 6), που χτίστηκε σε σχέδια του αρχιτέκτονα Πάτροκλου Καραντινού. Η αρχική έκθεση των ευρημάτων, που ολοκληρώθηκε το 1971,… … Dictionary of Greek
Σαραπίδειον — τὸ, Α ναός τού Σαράπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάραπις, ιδος + κατάλ. ειον (πρβλ. Κυβέλ ειον)] … Dictionary of Greek
Σαραπείον — και Σαραπιεῑον και Σαράπειον και Σεράπειον και Σαράπιον και Σεραπεῑον και Σεράπιον, τὸ, Α ναός τού Σαράπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάραπις / Σέραπις + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ είον)] … Dictionary of Greek
Σαραπιεία — τὰ, Α εορτή τού Σαράπιδος στην Τανάγρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάραπις + κατάλ. εῖα (πρβλ. Βακχ εῖα: Βάκχος)] … Dictionary of Greek
θεραπευτής — ο, θηλ. θεραπεύτρια (AM θεραπευτής, θηλ. θεραπεύτρια) [θεραπεύω] αυτός που περιποιείται, που θεραπεύει ασθενείς νεοελλ. αυτός που θεραπεύει ασθενείς χωρίς φάρμακα ή ιατρικά όργανα αλλά με υποβολή ή ξόρκια αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τους θεούς ή… … Dictionary of Greek
κάλαθος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 380 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται κοντά στην ανατολική ακτή του νησιού, ΒΔ της Λίνδου και σε απόσταση 50 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίνδιων. * * * ο (AM κάλαθος) καλάθι*, κάνιστρο με… … Dictionary of Greek
μελιγενέτωρ — μελιγενέτωρ, ορος, ὁ (Α) (ως επίθετο τού Διός, τού Ηλίου, τού Μίθρα και τού Σαράπιδος) αυτός που παράγει μέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γενέτωρ] … Dictionary of Greek
μελιούχος — μελιοῡχος, ὁ (Α) 1. αυτός που έχει μέλι 2. προσωνυμία, σε μαγικές γραφές, διαφόρων θεοτήτων, όπως τού Απόλλωνος, τού Διός, τού Ηλίου, τού Μίθρα, τού Σαράπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + οῦχος*] … Dictionary of Greek
σαραπιασταί — oἱ, Α θίασος, σύλλογος λάτρεων τού Σαράπιδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σάραπις + κατάλ. ιασταί μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σαραπιάζω (πρβλ. Ποσειδων ιασταί)] … Dictionary of Greek
σκυτίς — ίδος, ἡ, Α υποκορ. δερμάτινο περίαπτο, φυλαχτό («τοῡ Σαράπιδος τὸ ὄνομα ἐγγεγραμμένον λεπίδι χαλκῇ περὶ τὸν τράχηλον δεδέσθαι ὥσπερ σκυτίδα», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek